- ἀρρ-
- ἀρρ-, in words beginning with ρ, ρ is doubled after a Prefix.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατεξερώ — κατεξερῶ, άω (Α) 1. κάνω εμετό πάνω σε κάποιον («μὴ κατεξέρα αὐτῶν τὸ σαυτοῡ φλέγμα», Αρρ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) απευθύνω, εκτοξεύω κάτι εναντίον κάποιου («σχόλιά τινος κατεξερᾱν», Αρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐξ ερώ «ξερνώ, κάνω εμετό»] … Dictionary of Greek
προηγουμένως — ΝΜΑ επίρρ. πρωτύτερα, πιο πριν («τὸν συνάντησα προηγουμένως στον δρόμο») αρχ. 1. απευθείας, άμεσα («ἀποκαίει... τὸ ψῡχος, οὐ προηγουμένως, ἀλλὰ κατὰ τὸ συμβεβηκός», Θεόφρ.) 2. κατ αρχήν, για πρώτη φορά («γεγόναμεν ὑπὸ τοῡ θεοῡ προηγουμένως»,… … Dictionary of Greek
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek
AMAZONES — bellicosae mulieres, magnam Asiae partem occupavêre, sic dictae, quod alterâ ex mammis careant, ab α. sine, et μάζος mamma, unde et unimammae dictae fuerunt. Eoque Virg. allusislevidetur Aen. l. 1. ubi de Penthesilea. v. 496. Aurea subnectens… … Hofmann J. Lexicon universale
CATAGRAPHA — vox itidem Graeca origine, terminus picturae est. Plin. l. 35. c. 8. Cimon Cleonaus Catagrapha invenit, h. e. obliquas imagines et varie formare vultus, respicientes suspicientesque et despicientes. Sic linum κατάγραφον, Catullo in passere, varie … Hofmann J. Lexicon universale
ενρίπτω — ἐνρίπτω (Α) [ρίπτω] ρίχνω κάτι πάνω ή μέσα σε κάτι («ὁ δὲ πρῶτος ἀνελθὼν ἐνρίπτει ἑαυτὸν κατὰ τοῡ τείχους ἐς τὴν πόλιν», Αρρ.) … Dictionary of Greek
εξελίσσω — (Α ἐξελίσσω, αττ. τ. ἐξελίττω) με αλλεπάλληλες μεταβολές μετασχηματίζω κάτι («η βιομηχανία εξελίχθηκε ραγδαία») νεοελλ. μετατρέπομαι, αλλάζω («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα») αρχ. 1. ξετυλίγω, ανοίγω («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek
επάρδω — ἐπάρδω (AM) και ἐπαρδῶ (Μ) αρδεύω, ποτίζω («τὴν χώραν ὅσην ὁ ποταμὸς ὁ Πολυτίμητος ἐπάρδων ἐπέρχεται», Αρρ.) και μτφ. «τοιαύταις ἀρεταῑς ἁπαλὴν ἔτι τὴν ψυχὴν ἐπάρδων» (Λουκιαν.) μσν. μτφ. ξεδιψώ, ξεδιψάζω αρχ. (για το σώμα) τρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
επανέλκω — ἐπανέλκω (Α) ανέλκω, τραβώ έξω, στην ξηρά («ἐπανελκύσαντες τὴν ναῡν», Αρρ.) … Dictionary of Greek
επασκώ — ἐπασκῶ, έω (Α) [ασκώ] 1. κατασκευάζω κάτι με επιμέλεια, διακοσμώ κάτι με φροντίδα («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῑσι», Ομ. Οδ.) 2. εκθειάζω, εξαίρω, αναδεικνύω («ἐπασκήσω κλυταῑς ἥρωα τιμαῑς», Πίνδ.) 3. καλλιεργώ, εξασκώ, προάγω («σοφίαν… … Dictionary of Greek
επιμειδιώ — ἐπιμειδιῶ, άω (AM) [μειδιώ] χαμογελώ για κάτι («ταῡτα ἀκούσαντα ἐπιμειδιᾱσαι λέγεται τῷ λόγῳ», Αρρ.) … Dictionary of Greek